πρόπυλο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πρόπυλο < προ + πύλη

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πρόπυλο ουδέτερο

  1. αρχιτεκτονικός όρος που αφορά την είσοδο ναού ή κτιριακού συγκροτήματος
  2. προπύλαια
ερευνήθηκε ο χώρος 24 του μνημειακού Προπύλου του ανακτορικού συγκροτήματος [1]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  1. Αρχαιολογικόν δελτίον, τομ. 63, Υπουργείο Πολιτισμού, 2008, σελ. 752