πτέρνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πτέρνα | οι | πτέρνες |
γενική | της | πτέρνας | των | πτερνών |
αιτιατική | την | πτέρνα | τις | πτέρνες |
κλητική | πτέρνα | πτέρνες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πτέρνα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πτέρνα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτέρνα θηλυκό
- (αρχαιοπρεπές) η φτέρνα στην έκφραση αχίλλειος πτέρνα
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | πτέρνᾰ | αἱ | πτέρναι |
γενική | τῆς | πτέρνης | τῶν | πτερνῶν |
δοτική | τῇ | πτέρνῃ | ταῖς | πτέρναις |
αιτιατική | τὴν | πτέρνᾰν | τὰς | πτέρνᾱς |
κλητική ὦ! | πτέρνᾰ | πτέρναι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πτέρνᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πτέρναιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'γλῶσσα', Κατηγορία 'δόξα' όπως «δόξα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]- πτέρνα < ιωνικός τύπος πτέρνη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτέρνα, -ης
- (ανθρώπινο σώμα) η φτέρνα
- (Χρειάζεται στοιχεία παραθέματος)
- ὑμεῖς τὸν ἐγκέφαλον ἐν τοῖς κροτάφοις καὶ μὴ ἐν ταῖς πτέρναις καταπεπατημένον φορεῖτε
- να έχετε τα μυαλά στη θέση τους, όχι ...
- ὑμεῖς τὸν ἐγκέφαλον ἐν τοῖς κροτάφοις καὶ μὴ ἐν ταῖς πτέρναις καταπεπατημένον φορεῖτε
- (Χρειάζεται στοιχεία παραθέματος)
- το πίσω μέρος του παπουτσιού (εκεί που σήμερα βρίσκεται συνήθως το τακούνι)
- το κατώτερο τμήμα μηχανών ή διαφόρων κατασκευών, η βάση τους
- περίπου το κέντρο του αρχαίου πλοίου
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Παράγωγα
[επεξεργασία]- πτερνίζω
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]- πτέρνα < πέρνα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτέρνα, -ης
- άλλη μορφή του πέρνα: χοιρομέρι
Πηγές
[επεξεργασία]- πτέρνα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πτέρνα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχαιοπρεπείς όροι (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'γλῶσσα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'δόξα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δόξα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ανθρώπινο σώμα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)