πτόλις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πτόλις < ομηρική ποιητική λέξη αντί πόλις

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πτόλις θηλυκό, γενική πτόλιος

Συνώνυμα

[επεξεργασία]