πυραντίσταση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πυραντίσταση | οι | πυραντιστάσεις |
γενική | της | πυραντίστασης* | των | πυραντιστάσεων |
αιτιατική | την | πυραντίσταση | τις | πυραντιστάσεις |
κλητική | πυραντίσταση | πυραντιστάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, πυραντιστάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πυραντίσταση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πυραντίσταση θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πυραντίσταση
|