πόντος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Πόντος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πόντος οι πόντοι
      γενική του πόντου των πόντων
    αιτιατική τον πόντο τους πόντους
     κλητική πόντε πόντοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
πόντος < αρχαία ελληνική πόντος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pónteh₁s (μονοπάτι, δρόμος) < *pónth₁s < *pent-

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πόντος αρσενικό

  1. θάλασσα

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
πόντος < (άμεσο δάνειο) βενετική ponto < λατινική punctum (σημείο)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πόντος αρσενικό

  1. εκατοστό του μέτρου
  2. βαθμός που αυξάνει το σκορ σε άθλημα, χαρτοπαίγνιο κλπ
  3. (στο πλέξιμο) μια θηλιά

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]