πόσθη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πόσθη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πόσθη

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pósθi/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πόσθη θηλυκό, χωρίς πληθυντικό

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]