ραβδούχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ραβδούχος < αρχαία ελληνική ῥαβδοῦχος < ῥάβδος + -οῦχος (< ἔχω)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ραβδούχος αρσενικό
- αυτός που κρατά ράβδο ως όπλο για την τήρηση της τάξης
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ραβδούχος
|