ραιβόπους
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ραιβόπους < αρχαία ελληνική ῥαιβός + πούς
Επίθετο
[επεξεργασία]ραιβόπους (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) και για την κλίση
- που έχει ραιβοποδία
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ραιβόπους
|