ραμφισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ραμφισμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ραμφισμός αρσενικό
- → δείτε τη λέξη ράμφισμα
- τσιμπολογώ με ράμφος
- (μεταφορικά) κεντρίζω
- (μεταφορικά) επικαλούμαι ιδέες του Στέλιου Ράμφου, υπερασπίζομαι παρωχημένες απόψεις ανασυνδιάζοντάς τες και ερμηνεύοντάς τες υποκειμενικά, στρεβλώνοντας τα πηγαία κείμενα που επικαλούμαι, ηθικολογικός νεοχριστιανισμός, συμβιβάζομαι με ιδέες του χθες - εξωραΐζοντάς τες επιφανειακά ή τεχνηέντως