ρεζές
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ρεζές | οι | ρεζέδες |
γενική | του | ρεζέ | των | ρεζέδων |
αιτιατική | τον | ρεζέ | τους | ρεζέδες |
κλητική | ρεζέ | ρεζέδες | ||
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ρεζές αρσενικό
- (παρωχημένο) ο μεντεσές
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ρεζές
→ δείτε τη λέξη μεντεσές |