ρεμένικα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα ρεμένικα
      γενική των ρεμένικων
    αιτιατική τα ρεμένικα
     κλητική ρεμένικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ρεμένικα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ρεμένικος στον πληθυντικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ρεμένικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό και ρεμενικά

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]
  • ριμένικα (συνήθως για τους αρβανιτόβλαχους της Ακαρνανίας)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
ρεμένικα < ρεμένικ(ος) +

Επίρρημα

[επεξεργασία]

ρεμένικα

  1. χρησιμοποιώντας την ρεμένικη διάλεκτο
  2. με ρεμένικο τρόπο, σύμφωνα με τα ρεμένικα έθιμα
     συνώνυμα: ρεμενιστί

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

ρεμένικα