ρεμπελεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ρεμπελεύω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ρεμπελεύω < ρέμπελος < βενετική rebelo ("επαναστάτης, ρέμπελος")[1]

ρεμπελεύω

  • ζω χωρίς να εργάζομαι, χωρίς να κάνω κάτι το κοινωνικά αποδεκτό, τεμπελιάζω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]