ρητό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ρητό | τα | ρητά |
γενική | του | ρητού | των | ρητών |
αιτιατική | το | ρητό | τα | ρητά |
κλητική | ρητό | ρητά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ρητό < αρχαία ελληνική ῥητόν (ακριβής επανάληψη φράσης, όπως ακριβώς έχει ειπωθεί ή γραφτεί από κάποιον άλλο) < ουδέτερο του ῥητός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ρητό ουδέτερο
- σύντομη παρατήρηση για μια γενική αλήθεια, τρόπο συμπεριφοράς ή βασική αρχή, που λέγεται συχνά με την ίδια ή παρόμοια μορφή
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ρητό