ρινισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ρίνισμα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ρινισμός οι ρινισμοί
      γενική του ρινισμού των ρινισμών
    αιτιατική τον ρινισμό τους ρινισμούς
     κλητική ρινισμέ ρινισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ρινισμός < ρίνα + -ισμός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ρινισμός αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
  • η διαταραχή αυτή είναι διάφορη του ένρινου λόγου ή ρινολαλιάς.

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]