ρινισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ρινισμός | οι | ρινισμοί |
γενική | του | ρινισμού | των | ρινισμών |
αιτιατική | τον | ρινισμό | τους | ρινισμούς |
κλητική | ρινισμέ | ρινισμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ρινισμός αρσενικό
- (ιατρική) διαταραχή προφοράς του λόγου, είδος τραυλισμού με έντονη εκφορά των συμφώνων μ, ν και μπ αντί των β, λ και π αντίστοιχα και που συχνά συνοδεύεται με μικρό τρέμουλο της κεφαλής πάνω κάτω και ανοιγοκλείσιμο των ματιών
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σημειώσεις
[επεξεργασία]- η διαταραχή αυτή είναι διάφορη του ένρινου λόγου ή ρινολαλιάς.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ρινισμός