ρους
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ρους < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ῥοῦς[1]
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ρους αρσενικό
- ροή νερών (ποταμού κτλ.)
- κατεύθυνση εξέλιξης γεγονότων
- ↪ ο ρους της ιστορίας
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ ρους - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας