ρύπος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ῥύπος, ῥῖπος, ρίπος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ρύπος οι ρύποι
      γενική του ρύπου των ρύπων
    αιτιατική τον ρύπο τους ρύπους
     κλητική ρύπε ρύποι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ρύπος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ῥύπος

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈɾi.pos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρύ‐πος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ρύπος αρσενικό

  1. η βρομιά
  2. η χημική ουσία που ρυπαίνει το περιβάλλον

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]