σαγηνευτικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]σαγηνευτικά < σαγηνευτικός
Επίρρημα
[επεξεργασία]σαγηνευτικά
- κατά τρόπο που σαγηνεύει
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σαγηνευτικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]σαγηνευτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του σαγηνευτικό