σακιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σακιάζω < σακί

σακιάζω

  • βάζω ένα προϊόν μέσα σε σακιά


Μεταφράσεις

[επεξεργασία]