σαλεύγω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σαλεύγω < σαλεύω με ανάπτυξη • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

σαλεύγω, πρτ.: σάλευγα, στ.μέλλ.: θα σαλέψω, αόρ.: σάλεψα, μτχ.π.π.: σαλευγμένος

  1. (ιδιωματικό) σαλεύω (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
    "- ήντα κάμεις εϊτού; - μ΄ ήβαλε να του τα σαλεύγω! (= εννοώντας ότι τον έχει βάλει κάποιος να του ανακατεύει τα χρώματα σε δοχεία) (Χρειάζεται στοιχεία παραθέματος, αν είναι από συγκεκριμένο βιβλίο)
    " μα σαλευγμένα τάχεις; (= έχεις τρελαθεί;) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
    "βρε για σάλευγε!΄" (= κουνήσου!, ξεκίνα!)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]