σαράι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σαράι | τα | σαράγια |
γενική | του | σαραγιού | των | σαραγιών |
αιτιατική | το | σαράι | τα | σαράγια |
κλητική | σαράι | σαράγια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τσάι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σαράι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σαράι < τουρκική saray < περσική سرای (sarây)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σαράι ουδέτερο
- μεγαλοπρεπές κτήριο, παλάτι, για σουλτάνο ή πασά
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σαράι
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τσάι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα περσικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)