σαρκασμός
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
[
επεξεργασία
]
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
σαρκασμ
ός
οι
σαρκασμ
οί
γενική
του
σαρκασμ
ού
των
σαρκασμ
ών
αιτιατική
τον
σαρκασμ
ό
τους
σαρκασμ
ούς
κλητική
σαρκασμ
έ
σαρκασμ
οί
Κατηγορία
όπως «
ναός
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
[
επεξεργασία
]
σαρκασμός
<
αρχαία ελληνική
σαρκασμός
<
σαρκάζω
<
σάρξ
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
σαρκασμός
αρσενικό
(
λόγιο
) η έντονη κοροϊδευτική
ειρωνεία
, το να κοροϊδευω κάποιον με πλάγιο τρόπο
Συγγενικά
[
επεξεργασία
]
→
δείτε
τις λέξεις
σαρκάζω
και
σάρκα
Μεταφράσεις
[
επεξεργασία
]
σαρκασμός
αγγλικά
:
sarcasm
(en)
εβραϊκά
:
סרקזם
(he)
ισπανικά
:
sarcasmo
(es)
πολωνικά
:
sarkazm
(pl)
Κατηγορίες
:
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
Νέα ελληνικά
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Download QR code
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες
English
Suomi
Français
Italiano
ქართული
Latina
Malagasy
Polski
Română
Русский