σελαγίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σελαγίζω < σέλας

σελαγίζω

  1. ακτινοβολώ
  2. λάμπω

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]