σελφ τεστ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σελφ τεστ < (άμεσο δάνειο) αγγλική self-test
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈself ˈtest/
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]σελφ τεστ ουδέτερο άκλιτο
- (νεολογισμός, κορονοϊός) ο γρήγορος αυτοδιαγνωστικός έλεγχος που διενεργείται για την ανίχνευση της COVID-19· (κυριολεκτικά) κάθε διαγνωστικός έλεγχος που κάποιος (πρόσωπο) ή κάτι (μηχάνημα) διενεργεί στον εαυτό του ή στο ίδιο, αντίστοιχα
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Κορονοϊός (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)