σεμνύνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Από τη λέξη σεμνός του ρήματος σέβω + ύνω.

σεμνύνω

  1. επαινώ κάποιον
  2. καλλωπίζω, λαμπρύνω

Συνώνυμα

[επεξεργασία]
  • ἀγάλλω, ὡραΐζω, τιμῶ, φαιδρύνω

Σύνθετα

[επεξεργασία]