σεμνύνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Από τη λέξη σεμνός του ρήματος σέβω + ύνω.
Ρήμα
[επεξεργασία]σεμνύνω
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- ἀγάλλω, ὡραΐζω, τιμῶ, φαιδρύνω