σερμπέτι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σερμπέτι | τα | σερμπέτια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | σερμπέτι | τα | σερμπέτια |
κλητική | σερμπέτι | σερμπέτια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σερμπέτι < (άμεσο δάνειο) τουρκική şerbet < αραβική شرب (şarbat)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σερμπέτι ουδέτερο
- (ποτό) είδος πολύ γλυκού ποτού
- (μεταφορικά) υπερβολικά γλυκό
- (μεταφορικά) (συνήθως στον πληθυντικό) τα γλυκόλογα
- αρχίσανε πάλι τα σερμπέτια και δεν μας δίνουν σημασία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδάκι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική ενικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ποτά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)