σερφ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σερφ ουδέτερο άκλιτο
- (αθλητισμός) άλλη μορφή του σέρφινγκ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σερφ
|
σερφ ουδέτερο άκλιτο
|