σεφτές
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σεφτές | οι | σεφτέδες |
γενική | του | σεφτέ | των | σεφτέδων |
αιτιατική | τον | σεφτέ | τους | σεφτέδες |
κλητική | σεφτέ | σεφτέδες | ||
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σεφτές < (άμεσο δάνειο) τουρκική siftah < αραβική إستفتاح (istiftāh)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σεφτές αρσενικό
- Η πρώτη-πρώτη είσπραξη της ημέρας για τους επαγγελματίες.
- Δεν έχω κάνει ακόμα σεφτέ!
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καφές' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)