σημαινόμενο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σημαινόμενο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο της μετοχής ενεστώτα του σημαίνομαι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σημαινόμενο ουδέτερο
- συστατικό στοιχείο του γλωσσικού σημείου, η ενυπάρχουσα έννοια, η σημασία στην οποία αυτό αναφέρεται
- Το σημαινόμενο της λέξης άγαλμα αποδίδει την εννοιολογική σημασία της λέξης, δηλαδή αυτός που το βλέπει αγάλλεται.
- Οι φοιτητές δεν κατάλαβαν τα σημαινόμενα από τη διάλεξη του καθηγητή τους.