σκάντζα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκάντζα οι σκάντζες
      γενική της σκάντζας
    αιτιατική τη σκάντζα τις σκάντζες
     κλητική σκάντζα σκάντζες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σκάντζα < (άμεσο δάνειο) βενετική scangia [1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σκάντζα θηλυκό

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]