σκαλοπάτι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σκαλοπάτι τα σκαλοπάτια
      γενική του σκαλοπατιού των σκαλοπατιών
    αιτιατική το σκαλοπάτι τα σκαλοπάτια
     κλητική σκαλοπάτι σκαλοπάτια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σκαλοπάτι < σκάλ(α) + -ο- + πατ(ώ) + [1]
Σκαλοπάτια που οδηγούν στο νερό.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σκαλοπάτι ουδέτερο

  1. η καθεμιά από τις οριζόντιες δοκούς ή επίπεδα τμήματα μιας σκάλας, εκεί όπου πατάει κάποιος το πόδι του για να την ανεβεί
  2. (μουσική) βαθμίδα μιας ανιούσας ή κατιούσας κλίμακας ή ιεραρχίας
  3. (γεωπονία) καλλιεργήσιμη αναβαθμίδα σε λόφο

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]