σκατουλί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: σκατούλι

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σκατουλί < σκατό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σκατουλί ουδέτερο άκλιτο

  • (ανεπίσημο) το χρώμα που έχουν τα κόπρανα, περίπου καφετί

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]