σκαφίδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σκαφίδα | οι | σκαφίδες |
γενική | της | σκαφίδας | των | σκαφίδων |
αιτιατική | τη | σκαφίδα | τις | σκαφίδες |
κλητική | σκαφίδα | σκαφίδες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σκαφίδα < αρχαία ελληνική σκαφίς, γενική σκαφίδος
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σκαφίδα θηλυκό
- η σκάφη
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σκαφίδα
|