σμύχω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σμύχω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
σμύχω
- υποκαίω, λιώνω, σιγοκαίω, σιγοβράζω
- (στην παθητική φωνή) καίγομαι σιγά σιγά
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 22 (Χ. Ἕκτορος ἀναίρεσις.), στίχ. 411 (στίχοι 410-411)
- τῷ δὲ μάλιστ᾽ ἄρ᾽ ἔην ἐναλίγκιον, ὡς εἰ ἅπασα | Ἴλιος ὀφρυόεσσα πυρὶ σμύχοιτο κατ᾽ ἄκρης.
- Κι εφαίνετο απαράλλακτα σαν να ᾽τρωγαν οι φλόγες | πατόκορφα τα υψηλά πυργώματα της Τροίας·
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- τῷ δὲ μάλιστ᾽ ἄρ᾽ ἔην ἐναλίγκιον, ὡς εἰ ἅπασα | Ἴλιος ὀφρυόεσσα πυρὶ σμύχοιτο κατ᾽ ἄκρης.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 22 (Χ. Ἕκτορος ἀναίρεσις.), στίχ. 411 (στίχοι 410-411)
- (στην παθητική φωνή) (μεταφορικά) σιγοκαίω από έρωτα ή από υποψία
- ※ 3ος πκε αιώνας ⌘ Μόσχος ο Συρακούσιος, Αποσπάσματα, 5.4 @scaife.perseus
- Ἔρως δ’ ἐσμύχετ’ ἀμοιβᾷ.
- ※ 3ος πκε αιώνας ⌘ Μόσχος ο Συρακούσιος, Αποσπάσματα, 5.4 @scaife.perseus
Σύνθετα[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- σμύχω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σμύχω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ρήματα (αρχαία ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από την Ιλιάδα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (ελληνιστική κοινή)
- Ελλείπουσες κλίσεις (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)