σολ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σολ < λείπει η ετυμολογία
το κλειδί του σολ και η νότα σολ στη δεύτερη γραμμή

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σολ ουδέτερο άκλιτο

  1. (μουσική) η πέμπτη νότα στην κλίμακα του ντο
  2. κλειδί του σολ: μουσικό σημείο που σημειώνεται στην αρχή του πενταγράμμου και δηλώνει τη θέση της νότας σολ στη δεύτερη γραμμή


ντο ή C ντο# ή C# ρε ή D ρε# ή D# μι ή E φα ή F φα# ή F# σολ ή G σολ# ή G# λα ή A λα# ή A# σι ή B

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]