σολ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σολ < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σολ ουδέτερο άκλιτο
- (μουσική) η πέμπτη νότα στην κλίμακα του ντο
- κλειδί του σολ: μουσικό σημείο που σημειώνεται στην αρχή του πενταγράμμου και δηλώνει τη θέση της νότας σολ στη δεύτερη γραμμή
ντο ή C | ντο# ή C# | ρε ή D | ρε# ή D# | μι ή E | φα ή F | φα# ή F# | σολ ή G | σολ# ή G# | λα ή A | λα# ή A# | σι ή B |