σούδρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σούδρα < σανσκριτική शूद्र (sûdrá)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σούδρα θηλυκό

  1. (ινδουισμός) η χαμηλότερη κάστα, η τέταρτη βάρνα
  2. (συνεκδοχικά) ο ινδουιστής που προέρχεται από αυτήν τη κάστα

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]