σπείρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Σπύρο

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈspi.ɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σπεί‐ρω
ομόηχο: Σπύρο

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

σπείρω

  • α' ενικό πρόσωπο εξαρτημένου τύπου του ρήματος σπέρνω

Σύνθετα

[επεξεργασία]

σύνθετα στη νέα ελληνική από το αρχαίο σπείρω



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σπείρω < *σπέρ-jo < πρωτοελληνική *spéřřō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sper-[1] (σπέρνω, διασπείρω, σκορπίζω). Δεν σχετίζεται με το σπείρα.

σπείρω

  1. σπέρνω
  2. τεκνοποιώ
  3. διασπείρω, διασκορπίζω
  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.