σπληνάντερο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σπληνάντερο ουδέτερο
- (γαστρονομία) αλλαντικό με εντόσθια (κυρίως προβάτου)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σπληνάντερο
|