σπληνορραγία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σπληνορραγία οι σπληνορραγίες
      γενική της σπληνορραγίας των σπληνορραγιών
    αιτιατική τη σπληνορραγία τις σπληνορραγίες
     κλητική σπληνορραγία σπληνορραγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σπληνορραγία < σπλην(α) + -ο- + -ρραγία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σπληνορραγία θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]