σπουδαιότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σπουδαιότητα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σπουδαιότης, από την αιτιατική ενικού τὴν σπουδαιότητα < σπουδαῖος < σπουδή. Συγχρονικά αναλύεται σε σπουδαί(ος) + -ότητα.
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /spu.ðeˈo.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σπου‐δαι‐ό‐τη‐τα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σπουδαιότητα θηλυκό
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τις λέξεις σπουδαίος και σπουδή
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σπουδαιότητα
Πηγές
[επεξεργασία]- σπουδαιότητα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- σπουδαιότητα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]σπουδαιότητα θηλυκό
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σάλπιγγα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ότητα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι ουσιαστικών (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)