στακάτο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

νότες σε πεντάγραμμο με τη σχετική σημειογραφία

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στακάτο < (άμεσο δάνειο) ιταλική staccato < staccare < distaccare (χωρίζω, αποσυνδέω) < μέση γαλλική destacher (αποσυνδέω) < παλαιά γαλλικά destachier (αποσυνδέω) < des- +‎ attachier (συνάπτω, συνδέω) < estachier < estache < φραγκικά *stakka (πάσσαλος, παλούκι) < πρωτογερμανική *stakkaz < *stakkô < *(s)teg- (πάσσαλος, παλούκι, ραβδί)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /staˈka.to/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

στακάτο ουδέτερο άκλιτο

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]