στατήρ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
στᾰτηρ-
ονομαστική στατήρ οἱ στατῆρες
      γενική τοῦ στατῆρος τῶν στατήρων
      δοτική τῷ στατῆρ τοῖς στατῆρσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν στατῆρ τοὺς στατῆρᾰς
     κλητική ! στατήρ στατῆρες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  στατῆρε
γεν-δοτ τοῖν  στατήροιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κλητήρ' όπως «κλητήρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
στατήρ < θέμα στα- (δείτε ἵστημι) + -τήρ

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

στατήρ αρσενικό

Παράγωγα

[επεξεργασία]

με διαφορετική σημασία: