σταυρόνημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σταυρόνημα ουδέτερο
- (τεχνολογία) όργανο σκόπευσης με σταυροειδή διάταξη νημάτων, ή απεικόνιση όμοιας διάταξης σε προσοφθάλμιους φακούς οπτικών οργάνων (όπως σε τηλεσκόπιο, διόπτρα, περισκόπιο κ.λ.π.)