σταχτόνερο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σταχτόνερο τα σταχτόνερα
      γενική του σταχτόνερου των σταχτόνερων
    αιτιατική το σταχτόνερο τα σταχτόνερα
     κλητική σταχτόνερο σταχτόνερα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σταχτόνερο < στάχτ(η) + -ό- + -νερο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σταχτόνερο ουδέτερο

Ταυτόσημο

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]