στεφανιογραφία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]στεφανιογραφία θηλυκό
- (ιατρική) εξέταση, με την εισαγωγή ειδικού καθετήρα από τη μηριαία ή την κερκιδική αρτηρία, με την οποία ελέγχονται τα στεφανιαία αγγεία της καρδιάς
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] στεφανιογραφία