στραβολαιμιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στραβολαιμιάζω < στραβολαίμης + -ιάζω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /stra.vo.leˈmia.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στρα‐βο‐λαι‐μιά‐ζω

Ρήμα[επεξεργασία]

στραβολαιμιάζω (μέσο: στραβολαιμιάζομαι)

  1. γίνομαι (προσωρινά) στραβολαίμης, κουράζεται ο λαιμός μου και πιάνεται
  2. προκαλώ στραβολαίμιασμα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]