στρεπτομυκίνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | στρεπτομυκίνη | ||
γενική | της | στρεπτομυκίνης | ||
αιτιατική | τη | στρεπτομυκίνη | ||
κλητική | στρεπτομυκίνη | |||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]στρεπτομυκίνη θηλυκό
- αντιβιοτική ουσία (ιδιαίτερα γνωστή ως αντιφυματικό φάρμακο) η οποία παράγεται από στρεπτομύκητα (συγκεκριμένα, από τον Streptomyces griseus)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] στρεπτομυκίνη