στρούγγα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- στρούγγα < → δείτε τη λέξη στρούγκα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]στρούγγα θηλυκό
- άλλη γραφή του στρούγκα
- ※ Νάχω από πάλιουραν βορό και στρούγγα από ροδάμι | νάχω και σε ψηλήν κορφή καλύβα από ρουπάκια, (Κώστας Κρυστάλλης, Ήθελα νάμουν τσέλιγκας, Ο τραγουδιστής του χωριού και της στάνης, 1893)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] στρούγγα
|