συμβάν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συμβάν < αρχαία ελληνική ουδέτερο της μετοχής συμβάς, συμβᾶσα, συμβάν του αορίστου συνέβην του ρήματος συμβαίνω
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]συμβάν ουδέτερο
- το περιστατικό, το γεγονός