συμπέμπω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συμπέμπω < (σύν) συμ- + πέμπω

συμπέμπω

  1. στέλνω μαζί, ταυτόχρονα
  2. συνοδεύω