συμπολιτεύομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συμπολιτεύομαι < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή συμπολιτεύομαι (ασκώ αξίωμα μαζί με, αρχαία σημασία: ζω μαζί με < συμ- + πολιτεύομαι[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /sim.bo.liˈte.vo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συ‐μπο‐λι‐τεύ‐ο‐μαι

συμπολιτεύομαι, μτχ.π.ε.: συμπολιτευόμενος, π.αόρ.: συμπολιτεύτηκα [2] (αποθετικό ρήμα)

  • (πολιτική) ανήκω ή στηρίζω πολιτική παράταξη που κυβερνά
    ※  Ένας κόσμος που δεν αντιπολιτεύτηκε μόνο τον Σημίτη, αλλά τον συμπολιτεύτηκε τις ημέρες της εξουσίας του, τον καλεί σήμερα να λογοδοτήσει. (Περικλής Δημητρολόπουλος, Η μοναξιά ενός πρώην πρωθυπουργού, εφημερίδα Τα Νέα, 29 Οκτωβρίου 2018)

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη πολίτης

Αναφέρεται και μετοχή παθητικού παρακειμένου σε -μένος [2]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. συμπολιτεύομαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. 2,0 2,1 Το λεξικό, δίνει και μετοχή παθητικού παρακειμένου σε -μένος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)